- νοσήματι
- νόσημαdiseaseneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek
προστιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ επί πλέον 2. ενθαρρύνω, παρακινώ 3. μέσ. προστιμωροῡμαι έομαι (σχετικά με ασθένεια) συντελώ στην ανάπτυξη, υποβοηθώ («νοσήματι προστιμωρεῑται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τιμωρῶ «βοηθώ, συντρέχω»] … Dictionary of Greek
συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… … Dictionary of Greek
νοσήμαθ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσήματ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)